ζωοδότης — masc nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοδότης — ο θηλ. ζωοδότρα αυτός που δίνει ζωή: Ζωοδότης ήλιος. – Ζωοδότρα γη … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ζωοδόται — ζωοδότης masc nom/voc pl ζωοδότᾱͅ , ζωοδότης masc dat sg (doric aeolic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοδότην — ζωοδότης masc acc sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοδότου — ζωοδότης masc gen sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοδότῃ — ζωοδότης masc dat sg (attic epic ionic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ζωοδότα — ζωοδότᾱ , ζωοδότης masc nom/voc/acc dual ζωοδότης masc voc sg ζωοδότᾱ , ζωοδότης masc gen sg (doric aeolic) ζωοδότης masc nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
жизнодавец — @font face {font family: ChurchArial ; src: url( /fonts/ARIAL Church 02.ttf );} span {font size:17px;font weight:normal !important; font family: ChurchArial ,Arial,Serif;} (ζωοδότης) податель жизни … Словарь церковнославянского языка
βιαρκής — ( οῡς), ές (Α) 1. επαρκής για τις βιοτικές ανάγκες 2. ζωοδότης. [ΕΤΥΜΟΛ. < βίος + αρκής < άρκος (Ι) < πιθ. αρκώ «επαρκώ, είμαι αρκετός»] … Dictionary of Greek
ζησικός — ή, ό [ζήση] αυτός που δίνει ζωή, ο ζωοδότης … Dictionary of Greek